-
1 критический
1. επ. κριτικός•критический пересмотр κριτική επανεξέταση•
-ие замечания κριτικές παρατηρήσεις•
критический ум κριτικό μυαλό.
2. κρίσιμος•критический возраст κρίσιμη ηλικία•
критический момент κρίσιμη στιγμή•
-ое положение κρίσιμη κατάσταση.
εκφρ.- ое состояние – (φυσ.) σημείο κρίσιμο ή μεταβολής (ουσίας)•- ая температура – κρίσιμη θερμοκρασία. -
2 критический
критический II (опасный) κρίσιμος· \критическийое положение η κρίσιμη κατάσταση* * *IIIкрити́ческое замеча́ние — η κριτική παρατήρηση
( опасный) κρίσιμοςкрити́ческое положе́ние — η κρίσιμη κατάσταση
-
3 критический
критический Iприл (содержащий критику; способный относиться критически) κριτικός:\критическийое замечание ἡ κριτική παρατήρηση· \критический ум τό κριτικό μυαλό, ὁ κριτικός νοῦς.крити́ческ||ий IIприл (находящийся в состоянии кризиса, перелома) κρίσιμος:\критический момент ἡ κρίσιμη στιγμή· \критический возраст ἡ κρίσιμη ἡλικία· ◊ \критическийое положение ἡ κρίσιμη κατάσταση. -
4 кризис
1. эк. η κρίση 2. мед. η κρίσιμη κατάσταση 3. (недостаток, нехватка) η έλλειψη, η ανεπάρκεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кризис
-
5 кризис
-а α.1. κρίση•экономический οικονομική κρίση•
общий кризис капитализма γενική κρίση του καπιταλισμού.
2. μεταίχμιο κατάστασης ασθενούς, κρίσιμη κατάσταση.3. έλλειψη, ανεπάρκεια•топливный кризис κρίση καυσίμων.
εκφρ.политический кризис – πολιτική κρίση•правительственный кризис – κυβερνητική κρίση•министерский кризис – υπουργική (κυβερνητική) κρίση. -
6 удар
-а α.1. χτύπημα•нанести удар καταφέρω χτύπημα•
удар молотком χτύπημα με το σφυρί•
отвести от себя удар αποφεύγω (αποκρούω) το χτύπημα•
одним -ом με ένα χτύπημα.
|| χτύπος• κρότος•-ы топора τα χτυπήματα του τσεκουριού•
подземные -ы υπόγειοι κρότοι.
2. μτφ. πλήγμα• δεινό•-ы судьбы τα χτυπήματα της τύχης•
перенести удар υπομένω το πλήγμα.
3. ορμητική επίθεση ή χτύπημα•молненосный -κεραυνοβόλο πλήγμα•
фяанговый удар πλευρική επίθεση•
решительный удар αποφασιστικό χτύπημα.
4. αποπληξία•он внезапно умер от -а αυτός ξαφνικά πέθανε από αποπληξία.
εκφρ.под -ом (быть, находить(ся) – α) απειλούμαι από χτύπημα ή επίθεση• βρίσκομαι σε κίνδυνο, β) βρίσκομαι σε κρίσιμη κατάσταση•ставить под – βάζω σε κίνδυνο. -
7 состояние
1. (положение, в котором кто-, что-л. находится) η κατάστασηзародышевое - см. эмбриональное -рабочее - σε - εργα-σίας/λειτουργίαςсверхпроводящее - σε - υπεραγωγιμότητας, υπε-ραγώγιμη -стационарное - στατική -, στάσιμη -тяжёлое - (больного) σοβαρή - (του/της ασθενούς)физическое - мед. φυσική -- цен на рынке (эк.торг.) - τιμών στην αγορά2. (капитал, имущество) η περιουσία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > состояние
-
8 острый
επ., βρ: остр κ. остр, остра, остро.1. αιχμηρός, οξύς, οξύληκτος, μυτερός, σουβλερός κοφτερός, οξύστομος•-ая игла το μυτερό βελόνι•
-ое копь αιχμηρό ακόντιο•
-меч αιχμηρό ξίφος•
острый нож κοφτερό ή αιχμηρό μαχαίρι.
2. ωοειδής•-ое лицо ωοειδές πρόσωπο.
3. μτφ. ισχυρός, έντονος, οξύς•-ое зрение οξεία όραση, οξυωπία•
-ое обояние οξεία όσφρηση•
острый слух οξεία ακοή•
острый ум οξύνοια, ακονισμένο μυαλό.
4. αψύς, δριμύς, τσουχτερός, πικάντικος•острый запах δριμεία οσμή.
|| στυφός•-ая айва στυφό κιδώνι.
5. αρμυρός, ξινός•-ые блюда αρμυρά ή ξινά φαγητά.
|| καυτερός, τσουχτερός•острый перец καυτερό πιπέρι•
-ая горчица καυτερό σινάπι ή μουστάρδα.
6. μτφ. δηκτικός, τσουχτερός•-ое словцо δηκτική λέξη•
у него острый язык ή он остр на язык αυτός έχει φαρμακερή γλώσσα.
7. δυνατός, ισχυρός, σφοδρός, μεγάλος -οβ•желание μεγάλη επιθυμία, μεγάλος πόθος καημός•
-ая тоска μεγάλη θλίψη.
8. (για ασθένειες) οξύς•острый аппендицит οξεία σκωληκοειδίτιδα•
-ая форма ревматизма οξεία μορφή ρευματισμού.
9. μτφ. επίμαχος•острый вопрос επίμαχο ζήτημα.
|| οξυμένος οξύς κρίσιμος•-ое положение οξυμένη κατάσταση•
острый кризис οξεία κρίση•
момент κρίσιμη στιγμή.
ουσ. θ. -ая η οξεία (τόνος λέξεων).εκφρ.острый угол – οξεία γων ία.
См. также в других словарях:
κατάσταση — (Φυσ.). Ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται στη γενική τους μορφή τα διάφορα σώματα και εξαρτάται έως έναν βαθμό από τις δυνάμεις συνοχής των μορίων τους. Η ύλη γενικά παρουσιάζεται στη φύση σε στερεά, σε υγρή και σε αέρια μορφή. Η στερεά μορφή… … Dictionary of Greek
κρίσιμη θερμοκρασία — Όρος της φυσικής που σημαίνει τη θερμοκρασία εκείνη πέρα από την οποία ένα αέριο δεν μπορεί να υγροποιηθεί με συμπίεση (τα μόρια έρχονται πιο κοντά). Όταν ένα σώμα φτάσει σε αυτή τη θερμοκρασία, τότε συγχέονται οι φυσικές του ιδιότητες ως υγρού… … Dictionary of Greek
κρίσιμος — η, ο (AM κρίσιμος, ίμη, ον) [κρίσις] 1. αυτός που δίνει οριστική τροπή σε κάτι, αποφασιστικός («κρίσιμη συνάντηση») 2. σοβαρός, επικίνδυνος (α. «η κατάσταση τού ασθενούς παραμένει κρίσιμη» β. «η οικονομία βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση» γ.… … Dictionary of Greek
Φωκάς — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Σινώπης. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο επί Τραϊανού (98 117). Η μνήμη του τιμάται στις 22 Σεπτεμβρίου. 2. Μαρτύρησε με σπαθί, μαζί με τον Έρμυλο, σε άγνωστο τόπο και χρόνο. Η μνήμη του… … Dictionary of Greek
μαντική — Η ικανότητα πρόβλεψης των μελλούμενων. Αποτέλεσε θεμελιώδη ενότητα για πολλές θρησκείες της αρχαιότητας, καθώς μέσω αυτής επιτυγχανόταν άμεση επαφή με τις θεότητες. Εμφανίζοντας κάποια σημεία ή μέσω του στόματος των μάντεων, οι θεοί… … Dictionary of Greek
περίσταση — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 26 μ.), στην πρώην επαρχία Πιερίας του ομώνυμου νομού. Βρίσκεται πολύ κοντά στην Κατερίνη της οποίας αποτελεί προάστιο. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (10 τ. χλμ.). * * * η / περίστασις, εως, ΝΜΑ [περιίστημι] 1.… … Dictionary of Greek
κλιμακτήρας — ο (AM κλιμακτήρ, ῆρος) σκαλί σκάλας, σκαλοπάτι, βαθμίδα, αναβαθμός («ἐν ἑπτά κλιμακτῆρσιν ἀνέβαινον ἐπ αὐτόν», ΠΔ) νεοελλ. το τμήμα κλίμακας που ενώνει δύο πλατύσκαλα μσν. αρχ. μτφ. 1: στάδιο, βαθμίδα («τὰ των πειρασμῶν πάθη κλιμακτήρας… … Dictionary of Greek
έκρηξη — Βίαιη και ταχύτατη απελευθέρωση ενέργειας, η οποία εκδηλώνεται με τη μορφή θερμότητας, φωτός, τεράστιας παραγωγής αερίων και συνεπώς μηχανικού έργου. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται συνήθως στη χημική αντίδραση που παράγεται μέσα στην εκρηκτική ύλη… … Dictionary of Greek
αφθαρσία — η (AM ἀφθαρσία) [άφθαρτος] το να μην υπόκειται κάποιος ή κάτι σε φθορά, η αθανασία, η αιωνιότητα νεοελλ. φρ. «βρίσκομαι μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας» βρίσκομαι σε κρίσιμη κατάσταση αρχ. ακεραιότητα, αγνότητα, καθαρότητα … Dictionary of Greek
θρησκεία — Έννοια η οποία αναφέρεται σε μια σειρά αφενός νοητικών στοιχείων (δοξασιών), που σχετίζονται με την πίστη στο θείο και προϋποθέτουν αυθόρμητη αποδοχή, δηλαδή δεν είναι θεωρητικής ή επιστημονικής τάξης, αφετέρου σε μια σειρά θεσμών και πρακτικών… … Dictionary of Greek
κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές … Dictionary of Greek